- λοχιᾶν
- λόχιοςofmasc/fem gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχίαν — λοχίᾱν , λόχιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ILITHYA — Dea partutientium, quae et Iuno Lucina Horat. in Carm. Sec. v. 14. Lenis Ilithyia tuere matres Ovid. Met. l. 9. v. 283. Praepositam timidis parientibus Ilithyiam. Idem Amor. l. 2. Eleg. 13. v. 21. Itaque et Graeci pro partu ipso dixêre Itithyiam … Hofmann J. Lexicon universale
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek